Page 8 - TEUXOS 79
P. 8

7 Σιμιγδαλένιος

...ένα λαϊκό παραμύθι που έχει πολλά να πει

 Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα μεγάλο κάστρο. Σε αυτό το κάστρο
                        ζούσε ένας βασιλιάς και μια πριγκίπισσα. Ο βασιλιάς ήθελε να παντρέψει
                        τη θυγατέρα του, όμως αυτή δεν ήθελε.
                        - Όχι, όχι δε θέλω, ξεφώνιζε κάθε φορά.
        - Έλα, κορίτσι μου, πρέπει να παντρευτείς, της έλεγε ο βασιλιάς, αλλά η απάντησή
        της δεν άλλαζε.
          Μέχρι που μια μέρα ο βασιλιάς κάλεσε την κόρη του σε μια μεγάλη αίθουσα και
        της είπε:
        - Κόρη μου, κοίτα τι σου έφερα, όλη η αίθουσα γέμισε με άντρες, να διαλέξεις.
        - Όχι, δεν θέλω κανέναν, ξεφώνισε εκείνη.
        - Κανέναν, κόρη μου; Μα σου έχω φέρει τον ουρανό με τα άστρα. Διάλεξε όποιον
        θες, είπε.
        - Όποιον θέλω;
        - Όποιον θέλεις.
        - Όποιον, όποιον θέλω;
        - Όποιον, όποιον θέλεις.
        - Καλά, ξεφώνισε και άρχισε να κοιτά προσεκτικά και να δείχνει έναν έναν λέγοντας:
        - Κοντός, ψηλός, λεπτός, χοντρός, μακρυχέρης, κουτός, καμπούρης. Αχ! Κανέναν δε
        θέλω, κανένας δεν μου αρέσει.
          Τότε ο βασιλιάς αναστέναξε και έδιωξε τους άντρες. Μόνο κατάφερε να ψελίσει
        (χωρίς να τον ακούσει):
        - Στο ράφι θα μου μείνεις.
          Όταν ξημέρωσε, η πριγκίπισσα είπε:
        - Αυλικοί! Θέλω να μου φέρετε μια σκάφη με νερό, αμύγδαλα, αλεύρι, γάλα, μέλι,
        για να φτιάξω έναν άντρα, όπως τον θέλω εγώ. Πατέρα μου και βασιλιά μου, θα
        κλειδωθώ στην κάμαρή μου σαράντα μερόνυχτα και μήτε πουλί πετούμενο δε θα
        μπει από το παραθύρι μου. Μόνο μια φορά τη μέρα η καμαριέρα θα μου φέρνει το
        καφεδάκι μου.

                                       Το ’πε και το ’κανε η πριγκίπισσα. Σαράντα μερόνυχτα
                                      ζύμωνε, ζύμωνε και ζύμωνε. Να τος ο πρώτος Σιμιγδαλένιος.
                                       Τον έφτιαξε, μα δεν της άρεσε και τον χάλασε. Ούτε ο

                                        δεύτερος καλός. Μα ο τρίτος ήταν όπως έπρεπε και κάθε
                                          βράδυ έκλαιγε και του έλεγε:

         από την Αφροδίτη Μπαχράμη
   3   4   5   6   7   8   9   10   11   12   13