Page 16 - Εφημερίδα
P. 16

16

                                                            Μια φορά κι έναν καιρό, κοντά σ’ ένα μικρό δάσος, ζούσε
                                                         με τη μητέρα του ένα πολύ «κακό» κοριτσάκι που το έλεγαν
                                                         Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα είχε και μια για-

                                                                           γιά που ζούσε απ’ την άλλη μεριά του δάσους.
                                                                            Ναι, καλά το καταλάβατε για να την επισκεφτεί
                                                                    έπρεπε να περάσει μέσ’ απ’ το δάσος.
                                                         Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, το δάσος άλλαζε. Όσο φω-
                                                           τεινό και χαρούμενο ήταν συνήθως, τόσο σκοτεινό και
                                                              λυπημένο γινόταν. Γιατί; Μα απ’ τα καμώματα της Κοκ-
                                                             κινοσκουφίτσας. Φυτά και ζώα έτρεμαν στο πέρασμά
                                                           της. Δε σεβόταν τίποτα και κανέναν.
                                                            Ποδοπατούσε τα λουλούδια και τους θάμνους. Έσπαγε
                                                         τα κλαδιά των δέντρων. Αυτά που έφτανε... ευτυχώς δεν
                                                         ήταν ακόμα πολύ ψηλή. Όποιο ζώο έκανε το λάθος να την
                                                         πλησιάσει φιλικά, έφευγε με έναν τουλάχιστον τραυματι-
                                                         σμό, έτσι για ενθύμιο.
                                                         Πού να σας τα λέω! Τσακισμένα φτερά πεταλούδων, ξερι-
                                                         ζωμένα μουστάκια σκίουρων, στραμπουλιγμένα αυτιά λα-
                                                         γών, χαλασμένες φωλιές πουλιών, μαδημένη ουρά λύκου...
                                                         Α ναι, στο δάσος ζούσε κι ένας «καλός» λύκος. Απίστευτο;
                                                             Ο λύκος ήταν πολύ «προχώ» θα λέγαμε σήμερα. Χορτο-
                                                         φάγος από γεννησιμιού του, φιλήσυχος και φιλειρηνικός.
                                                         Παρά τη χιλιομαδημένη του ουρά, πάντα έπαιρνε το μέρος
                                                         της Κοκκινοσκουφίτσας, όποτε διαμαρτύρονταν οι κάτοικοι
                                                         του δάσους. «Πώς κάνετε έτσι, παιδί είναι. Δεν είναι κακιά,
                                                         σας λέω, απλώς δεν ξέρει πώς να παίξει μαζί μας. Όπου να
                                                         ’ναι θα ωριμάσει και θα καταλάβει». Δυστυχώς το «όπου να
                                                         ’ναι» αργούσε να έρθει.
                                                              Μια μέρα όμως η Κοκκινοσκουφίτσα καθώς πήγαινε
                                                         στη γιαγιά της κι ανέμελα έκανε τις συνηθισμένες της σκα-
                                                         νταλιές, έπεσε μέσα σε μια τρύπα. Όσο κι αν προσπαθού-
                                                         σε, δεν μπορούσε να βγει. Είχε βρέξει, το χώμα είχε γίνει
                                                         λάσπη και γλιστρούσε. «Βοήθειααα!», φώναζε σπαραχτικά
                                                         ξανά... και ξανά... και ξανά. Σιγά μην άπλωναν τα δέντρα τα
                                                         κλαδιά τους, σιγά μην πλησίαζαν τα ζώα να τη βοηθήσουν.
                                                             Για καλή της τύχη όμως, την άκουσε κι ήρθε τρέχοντας ο
                                                         καλός ο λύκος. Με τα λόγια του, ήταν βλέπετε δεινός ρήτο-
                                                         ρας, έκανε τα ζώα και τα φυτά να ντραπούν που δεν την
                                                         βοηθούσαν. Έφτιαξαν τότε όλα μαζί μια ζωντανή αλυσίδα
                                                         και «χέι χοπ» την έβγαλαν απ’ την τρύπα.
                                                             Τώρα ήταν η σειρά της Κοκκινοσκουφίτσας να ντραπεί.
                                                         Έγινε μάλιστα για αρκετή ώρα Κοκκινομαγουλίτσα, ναι με
                                                         κεφαλαίο Κ! Ούτε μία λέξη δε βγήκε απ’ το στόμα της. Το
                                                         βλέμμα της τα έλεγε όλα. Κι από κείνη την ημέρα έβαλε τα
                                                         δυνατά της να δείξει σ’ όλα τα πλάσματα του δάσους το
                                                         μεγάλο της «ευχαριστώ».
                                                         Εεε... πού και πού έκανε και καμιά ζαβολιά, παιδί ήταν!

                                                                                                                                      Από τους μαθητές της Δ΄ τάξης
   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20   21