Page 16 - Εφημερίδα
P. 16

16

Οι Ίνκας                                                                         Οι Αζτέκοι
Οι Ίνκας ήταν πολιτισμός και αυτοκρατορία    Οι Αζτέκοι, γνωστοί ως Τενότσα ή Μέσικα , ήταν η τελευταία φυλή
της Νότιας Αμερικής, Πρωτεύουσα ήταν το      Τσιτσιμέκων από το Αζτλάν, η οποία μετακινήθηκε πιθανώς εξαιτίας
Κούσκο στο σημερινό Περού. Τα σημαντικό-     ξηρασίας ή υπερπληθυσμού. Μετά από αρκετές μετακινήσεις εγκατα-
τερα ευρήματα βρίσκονται στους αρχαιολογι-   στάθηκαν σε μερικές ακατοίκητες ελώδεις νήσους κοντά στη δυτική
κούς τόπους Κούσκο, Μάτσου Πίτσου, καθώς     ακτή της λίμνης Τεξκόκο. Εκεί οι Αζτέκοι τελούσαν τις ανθρωποθυσί-
και στη λίμνη Τιτικάκα. Η ονομασία Ίνκας     ες. Τουλάχιστον 15.000 άνθρωποι πέθαιναν στον ιερό ναό για να τιμή-
προέρχεται από το έθνος Ίνκας και ερμηνευό-  σουν τους Θεούς τους: Τσικομεκόατλ, Ουεουετέοτλ, Τλάλοκ, Τεζκατ-
ταν ότι είναι από την ονομασία του θεού      λιπόκα, Σίπε Τότεκ, Ουιτζιλοπότστλι.
Ήλιου (Ίντι). Αργότερα, το ίδιο όνομα το
έδωσαν και στους λαούς που υποτάχθηκαν
στους Ίνκας. Η αυτοκρατορία τους αρχίζει
περίπου από το 1200 π.Χ. και φτάνει μέχρι
τον 15ο αιώνα, όταν καταλύεται από τον Ι-
σπανό Φρανσίσκο Πισάρρο.

                                                  ^
                                             Σίπε Τότεκ

                                         Η ΚΑΚΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ

Μια φορά και έναν καιρό υπήρξε μια αγαπημένη οικογένεια. Μια μέρα αυτή η οικογένεια έκανε έναΝ περίπατο στο δάσος.

Εκεί πέρασαν δίπλα από ένα μεγάλο και τρομακτικό κάστρο. Τότε άρχισαν να πεινάνε όλοι. Μετά από λίγο αποφάσισαν να
χτυπήσουν την πόρτα του κάστρου. Μέσα ζούσε μια κακιά μάγισσα.
Τότε η μάγισσα τους έδιωξε θυμωμένη και εξαγριωμένη.

  Έτσι τα παιδιά πήγαν να της κλέψουν λίγα φαγητά. Πρώτα μπήκαν από την σκουριασμένη πόρτα που υπήρχε στο πίσω μέρος
του κάστρου. Μέσα όλα ήταν πράσινα. Στα ξύλα υπήρχαν κρεμασμένοι ιστοί από αράχνες. Στον κεντρικό διάδρομο υπήρχαν
περίτεχνες πανοπλίες ιπποτών, από τους καλλιτέχνες που ερχόντουσαν . Σκέτη τρομάρα. Πέρασαν τις καταπακτές που τρόμαζαν
τους κλέφτες και τα κλουβιά που είχαν σκελετούς κρεμασμένους στον τοίχο. Όταν πέρασαν απ’ όλα αυτά, βρέθηκαν στην κου-
ζίνα και άρπαξαν μερικά φαγώσιμα. Μετά γύρισαν σε ένα λιβάδι και τα μοιράστηκαν.

  Όταν το υποψιάστηκε αυτό η μάγισσα, έπιασε το ένα παιδί τους και πήγε να το κάνει υπόδουλό της. Όταν νύχτωσε λοιπόν,
ξεπρόβαλε μια νεραΐδα του δάσους, λυπήθηκε το μικρό παιδί και έτσι το έσωσε.
Μετά, μαζί με την νεραΐδα του δάσους πήγαν να φάνε βραδινό.

  Επίσης έπαιξαν ένα παιχνίδι ιστοριών. Όποιος έλεγε την καλύτερη ιστορία, κέρδιζε ένα χρυσό έπαθλο. Έτσι ζήσαν αυτοί καλά
και εμείς καλύτερα.

                                                                                                                                       Πέτρος Μπουρής
                                                                                                                                     Μαθητής Γ΄ τάξης
   11   12   13   14   15   16   17   18   19   20   21