«Επίσκεψη-Προσκύνημα στην κοιλάδα της Κλεισούρας»

Από 12 – 14 Οκτωβρίου 2018 ομάδα μαθητών /τριών και εκπαιδευτικών του Γυμνασίου και Γενικού Λυκείου των Εκπαιδευτηρίων Μπουγά πραγματοποιήσαμε επίσκεψη στη Β. Ήπειρο της Αλβανίας. Ο σκοπός μας διπλός. Αφενός να περιηγηθούμε στα εδάφη όπου εκτελούνται εργασίες εντοπισμού, ανάσυρσης, ταυτοποίησης και ταφής οστών Ελλήνων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στο αλβανικό μέτωπο κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου 1940 – 41, και αφετέρου να αποτίσουμε ως σχολείο έναν ελάχιστο φόρο τιμής στους αφανείς κυρίως Έλληνες στρατιώτες που παραμένουν ακόμη είτε διάσπαρτοι και άταφοι είτε ενταφιασμένοι αλλά μη ταυτοποιημένοι στην περιοχή της Β. Ηπείρου.

Παράλληλα, θελήσαμε να έρθουμε σε επαφή γνωριμίας με ελληνορθόδοξους μαθητές που φοιτούν στο εννιάχρονο ελληνοαλβανικό σχολείο Αργυροκάστρου «Πνοή Αγάπης» και το Λύκειο που λειτουργεί εδώ και δύο χρόνια, αμφότερα πραγματικά «έργα πνοής» του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ.κ. Αναστασίου.

Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το ταξίδι μας τόνωσε τόσο την εθνική μνήμη των μεγαλυτέρων και συνετέλεσε στη διαμόρφωση υγιούς εθνικής συνείδησης των μαθητών, όσο και, σύσφιξε τους δεσμούς μας με την ομογένεια αναγνωρίζοντας το πολύπλευρο έργο της ελληνορθόδοξης εκπαίδευσης που παρέχεται στα ελληνόφωνα σχολεία.

Κύριοι σταθμοί του περιηγητικού ταξιδιού μας:

α. Το Στρατιωτικό Μουσείο Πολέμου 1940 – 41. Ένα μικρό μουσείο που χάρη στην περιεκτική και κατατοπιστική ξενάγηση του στρατιώτη ξεναγού από το Τάγμα των Τεθωρακισμένων και της οπτικοηχητικής αναπαράστασης των ηρωικών μαχών που έγιναν στο Καλπάκι μας έκανε να συνειδητοποιήσαμε την αποφασιστική συμβολή της VIII Μεραρχίας Πεζικού και του Διοικητή της Υποστράτηγου Χαράλαμπου Κουτσιμήτρου στην απώθηση των Ιταλών εισβολέων κατά τις πρώτες ημέρες του πολέμου.

β. Το χωριό Βουλιαράτες στην επαρχία Δρόπολης στο δρόμο Κακαβιάς – Αργυροκάστρου. Εκεί επισκεφθήκαμε το στρατιωτικό νεκροταφείο (εγκαινιάστηκε το 1999), στον προαύλιο χώρο της μικρής εκκλησίας της Αγ. Σκέπης, όπου παρατηρήσαμε τους πρώτους τάφους με αναγνωρισμένους Έλληνες πεσόντες του ’40-41 μεταξύ των οποίων και ονόματα Μεσσήνιων στρατιωτών.

γ. Η κοιλάδα της Κλεισούρας. Συγκεκριμένα, ξεκινώντας από το Αργυρόκαστρο και διασχίζοντας ένα καταπράσινο τοπίο παραπλεύρως του Αώου ποταμού, φτάσαμε στο νέο στρατιωτικό νεκροταφείο, έργο κι αυτό του Αρχιεπισκόπου κ.κ. Αναστασίου, όπου στον αύλειο χώρο του μοναστηριού του Αγ. Νικολάου υψώνεται ένας τεράστιος σταυρός κι από κάτω κι ολόγυρα κενοί τάφοι (με σταυρό), στους οποίους προορίζονται να τοποθετηθούν τα οστά των ηρώων που φυλάσσονται σε μεταλλικά οστεοφυλάκια. Ευτυχής συγκυρία για το σχολείο μας υπήρξε το γεγονός ότι η επίσκεψή μας πραγματοποιήθηκε την επόμενη μέρα απ’ τον επίσημο ενταφιασμό των πρώτων 573 ταυτοποιημένων νεκρών. Εκεί, λοιπόν, καταθέσαμε στεφάνι και ψάλαμε τον Εθνικό Ύμνο.

δ. Το Ελληνοαλβανικό Λύκειο «Πνοή Αγάπης», όπου είχαμε την ευκαιρία να μάθουμε το πλαίσιο σπουδών και τους στόχους της εκπαίδευσης που παρέχει ένα ελληνορθόδοξο σχολείο στην Αλβανία. Αγώνες μπάσκετ και βόλεϊ μεταξύ των μαθητών των δύο σχολείων, παραδοσιακοί χοροί και ανταλλαγή τοπικών εδεσμάτων ολοκλήρωσαν αυτή την πρώτη επαφή γνωριμίας εκπαιδευτικών και μαθητών.

ε. Το Φρούριο Αργυροκάστρου, το έμβλημα της πόλης του Αργυροκάστρου. Ένα κάστρο που αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου από την εποχή του Πύρρου μέχρι σήμερα, για να θυμίζει στον επισκέπτη ότι υπήρξε κυρίως σύμβολο μαρτυρίου ενός λαού, ένα νεκροταφείο «ζωντανών» στο καθεστώς Χότζα, στο οποίο μαρτύρησαν όσοι αγωνίστηκαν για την απολύτρωση του τόπου τους.

στ. Η παραθαλάσσια πόλη των Αγ. Σαράντα, απέναντι ακριβώς από το βόρειο κομμάτι της Κέρκυρας. Πρόκειται για μια τουριστικά αναπτυγμένη πόλη που αύξησε τα τελευταία 20 χρόνια τον μόνιμο πληθυσμό της από 23 σε 45.000 θέτοντας συγχρόνως τις υποδομές υποδοχής και φιλοξενίας χιλιάδων τουριστών. Εκεί κάναμε βόλτα στην πεζοδρομημένη παραλιακή ζώνη, πήγαμε σε εστιατόρια και καφέ και ζήσαμε στιγμές χαλάρωσης.

ζ. Τελευταίος σταθμός μας το Εθνικό Πάρκο και ο Αρχαιολογικός χώρος του Βουθρωτού, πολύ κοντά στον συνοριακό σταθμό Μαυροματίου. Αναφερόμαστε σε μια άγνωστη για τους Έλληνες αρχαιοελληνική πόλη της Αλβανίας, μια αξιολάτρευτη συνύπαρξη φυσικού παράδεισου και αρχαιολογικών ευρημάτων από την προϊστορική εποχή μέχρι τα νεώτερα χρόνια (π.χ. αρχαιοελληνικός ναός του Ασκληπιού, ρωμαϊκό θέατρο, βυζαντινός ναός βασιλικής σταυροειδούς). Δικαιολογήσαμε γιατί ανέκαθεν οι άνθρωποι επιθυμούσαν να ζήσουν στον τόπο αυτό: ένα φυσικό λιμάνι, μια φυσική οχυρή τοποθεσία, μια πλούσια λιμνοθάλασσα, ένα κομβικό σημείο θαλάσσιων δρόμων και συγχρόνως ένα μοναδικό Μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομίας.

Από την αδρομερή περιγραφή που προηγήθηκε, γίνεται αντιληπτό πώς ένα τριήμερο ταξίδι με στοχευόμενους προορισμούς – σταθμούς και κατάλληλη προετοιμασία γνωστική και συναισθηματική, μπορεί να θέσει έναν ακόμη λίθο στη γενικότερη παιδεία μαθητών και εκπαιδευτικών.