Ζωντανεύοντας το Σκηνικό της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας» του Καρόλου Ντίκενς

Πόσες φορές διαβάζοντας ένα λογοτεχνικό βιβλίο δεν έχουμε ευχηθεί να ζούσαμε τις περιπέτειες των ηρώων, να αντικρίζαμε τα ίδια μέρη, να βιώναμε τις ίδιες εμπειρίες; Πόσες φορές δεν έχουμε ταυτιστεί με ήρωες και δεν καθρεφτίζουμε τη ζωή μας σε αυτούς; Πραγματικά, η λογοτεχνία είναι το εισιτήριό μας για ταξίδια και περιπέτειες σε όλον τον κόσμο. Μέσα από την ευχαρίστηση της ανάγνωσης, ο καθένας από εμάς έχει τη δυνατότητα να απολαμβάνει έμμεσα εμπειρίες άλλων ανθρώπων κι όχι απαραίτητα της εποχής στην οποία ανήκει αλλά και στιγμές του παρελθόντος ή ακόμη και του μέλλοντος. 

Έτσι, διαβάζοντας η φαντασία μας είναι ελεύθερη να ταξιδέψει σε αμύθητους τόπους, να γνωρίσει κάθε πολιτισμό, να έρθει σε επαφή με στιγμές της ιστορίας ή στιγμές της καθημερινότητας ανθρώπων άλλων χωρών, να δει μέσα από τα μάτια άλλων και να ζωντανέψει μπροστά μας καινούριους κόσμους. 

Έτσι, στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ενόψει της εορταστικής περίοδο των Χριστουγέννων στην α΄ και τη  β΄ γυμνασίου επεξεργαστήκαμε απόσπασμα από το πολύ γνωστό έργο «Χριστουγεννιάτικη ιστορία», που γράφτηκε το 1843 από τον Κάρολο Ντίκενς, προσεγγίζοντας μερικά γνωρίσματα του χαρακτήρα του τσιγκούνη Σκρουτζ, με αφορμή τη στάση του απέναντι στη γιορτή των Χριστουγέννων.

Οι μαθήτριες και οι μαθητές του τμήματος β1 γυμνασίου φαντάστηκαν τους ίδιους μέσα στην υπόθεση του έργου  και ζωντάνεψαν την πρώτη παράγραφο του κειμένου της «Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας», όπου σκιαγραφείται από τον συγγραφέα το σκηνικό.

 Μια φορά κι έναν καιρό, κάποια παραμονή Χριστουγέννων, ο γερο-Σκρουτζ βρισκόταν απασχολημένος στο λογιστήριό του. Έκανε κρύο τσουχτερό και ήταν σκοτεινά από την καταχνιά. Άκουγε τον κόσμο που πήγαινε κι ερχόταν έξω στο δρομάκι ξεφυσώντας, τρίβοντας τα χέρια και χτυπώντας τα πόδια στο λιθόστρωτο για να ζεσταθούν. Το ρολόι της πόλης έδειχνε μόλις τρεις τ’ απόγευμα, μα είχε κιόλα σκοτεινιάσει. O καιρός ήταν μουντός ολημερίς και τα κεριά τρεμόλαμπαν στα παράθυρα από τα γειτονικά γραφεία σαν κόκκινες κηλίδες στην καφετιά, βαριά ατμόσφαιρα. Η ομίχλη ξεχυνόταν και τρύπωνε σε κάθε χαραμάδα και κλειδαρότρυπα κι ήτανε τόσο πυκνή που, αν και το σοκάκι ήταν στενό, τα σπίτια αντικρύ μόλις και αχνοφαίνονταν. Βλέποντας το σκούρο σύννεφο να χαμηλώνει κατά τη γη σκοτεινιάζοντας το καθετί, θα ’λεγε κανείς πως η φύση ανάσαινε εκεί κοντά και σκαρφιζόταν κάτι τρομερό.

Τα παιδιά, ένα ένα, πήραν θέση ανάλογα με τον ρόλο τους δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο στο αίθριο του σχολείου μας και με φωτογραφικά …κλικ απαθανατίστηκαν οι στιγμές!!!